φρίττω

φρίττω
φρί̱ττω , φρίσσω
to be rough
pres subj act 1st sg (attic)
φρί̱ττω , φρίσσω
to be rough
pres ind act 1st sg (attic)
φρίσσω , φρίζω
aor ind mid 2nd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φρίττω — και φρίσσω ΝΜΑ, και φρίζω Α [φρίξ, φρικός] 1. (για υδάτινη επιφάνεια) κυματίζω ελαφρά 2. (κατ επέκτ.) κινούμαι ελαφρά, κυματίζω («πεύκη φρίσσουσα ζεφύροις», Ανθ. Παλ.) 3. ριγώ, ανατριχιάζω, τρεμουλιάζω από ψύχος, πυρετό, φόβο ή έντονη συγκίνηση… …   Dictionary of Greek

  • φρίττω — έφριξα 1. αμτβ., αισθάνομαι φρικίαση, με πιάνει ρίγος (από πυρετό, φόβο, συγκίνηση), φρικιάζω, ανατριχιάζω. 2. αισθάνομαι φρίκη, αηδιάζω, εκπλήσσομαι με αποτροπιασμό ή φόβο, σηκώνεται το πετσί μου: Έφριξε σαν τ άκουσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιφρίττω — και περιφρίσσω Α 1. φρίττω, τρέμω ολόκληρος 2. ανατριχιάζω, σηκώνονται οι τρίχες μου όρθιες. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φρίττω / φρίσσω «φρικιώ, τρέμω από φόβο»] …   Dictionary of Greek

  • χέρσος — (I) ἡ, ΝΜΑ, και αττ. τ. χέρρος Α η στεριά, η ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τη θάλασσα (α. «η χέρσος αποτελεί το ένα τρίτο, σχεδόν, τής υδρογείου» β. «...τὴν θάλασσαν εἰκονίζετο ὅτε καὶ τὴν γείτονα χέρσον...», Θεοφύλ. Σ. γ. «κατὰ χέρσον οὺχὶ ναΐ»,… …   Dictionary of Greek

  • Furcht, die — Die Furcht, plur. car. die Unlust über ein bevorstehendes Übel, es mag nun wirklich, oder nur in der Einbildung bevorstehen. 1) Eigentlich, besonders über ein bevorstehendes physisches Übel. Furcht haben, empfinden. Einem Furcht machen; im… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • FRIGUS — an a rigor, appositione τοῦ F; an a Gr. φρίκη et φρίττω, quae de mari et de horrore dicuntur? sub utroqueve Polo fontem suum habet, quibus proin plagae subiectae calore Solis ita non temperantur, ut habitabiles sint, quod de Septentrionali parte… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αναγριώνω — 1. παροξύνω, ερεθίζω, εξαγριώνω 2. (για βρέφη) φωνάζω, κλαίω 3. γίνομαι μανιώδης 4. ανατριχιάζω, φρίττω 5. μέσ. επιδεινώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αγριώνω. ΠΑΡ. αναγρίωμα] …   Dictionary of Greek

  • βαρβαρίζω — και βερβερίζω (AM βαρβαρίζω και Μ βερβερίζω) 1. κάνω γλωσσικά σφάλματα, κυρίως γραμματικά 2. βγάζω άναρθρους φθόγγους νεοελλ. 1. φλυαρώ 2. τρομάζω, φρίττω αρχ. 1. συμπεριφέρομαι ή μιλάω σαν βάρβαρος, σαν να μην είμαι Έλληνας 2. μιλάω παρεφθαρμένα …   Dictionary of Greek

  • καταστυγώ — καταστυγῶ, έω (AM) 1. αισθάνομαι φρίκη, κατατρομάζω, φρίττω 2. μισώ κάτι πάρα πολύ, βδελύσσομαι, αποστρέφομαι 3. (αόρ. α ) κατέστυξα (μτβ.) φόβισα κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στυγῶ «μισώ, βδελύσσομαι»] …   Dictionary of Greek

  • σηκώνω — ΝΜ 1. υψώνω, μετακινώ από κάτω προς τα πάνω (α. «είχε πέσει κάτω και τό σήκωσα» β. «σηκώνω τὸ πινάκιν μου καὶ βλέπω τὸ σκουτέλιν», Θ. Πρόδρ.) νεοελλ. 1. καλώ ή αναγκάζω κάποιον καθιστό να αφήσει τη θέση του και να σταθεί όρθιος («τόν σήκωσα από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”